- επιπόρπημα
- ἐπιπόρπημα, τὸ (Α) [επιπορπούμαι]1. ένδυμα που πορπώνεται, στερεώνεται με πόρπη στους ώμους, επενδύτης, είδος πανωφοριού2. μανδύας, ενδυμασία κιθαρωδού3. στολίδι τής πόρπης από χρυσό, άργυρο ή πολύτιμο λίθο.
Dictionary of Greek. 2013.